- ποδαλγικός
- -ή, -όν, Α [ποδαλγής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποδαλγία, στην ποδάγρα2. αυτός που πάσχει από ποδάγρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδαλγικῶν — ποδαλγικός fem gen pl ποδαλγικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαλγικαῖς — ποδαλγικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαλγικοῖς — ποδαλγικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαλγικοί — ποδαλγικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαλγικοῦ — ποδαλγικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαλγικούς — ποδαλγικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαλγικῆς — ποδαλγικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαλγικῇ — ποδαλγικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαλγός — όν, Α αυτός που πάσχει από ποδάγρα, ποδαλγικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ποδαλγής] … Dictionary of Greek
ποδαλγικάς — ποδαλγικά̱ς , ποδαλγικός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)